σέμν'

σέμν'
σεμνά , σεμνόν
neut nom/voc/acc pl
σεμνά , σεμνός
revered
neut nom/voc/acc pl
σεμνά̱ , σεμνός
revered
fem nom/voc/acc dual
σεμνά̱ , σεμνός
revered
fem nom/voc sg (doric aeolic)
σεμνέ , σεμνός
revered
masc voc sg
σεμναί , σεμνός
revered
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λόχευμα — λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω] 1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.) 2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”